15 Νοεμβρίου 2022

Άγιοι Γουρίας, Σαμωνάς και Άβιβος οι Ομολογητές

 



Ξίφος τελειοῖ Σαμωνᾶν καὶ Γουρίαν,

Καὶ φλὸξ Ἄβιβον, οἷς χαρὰ φλὸξ καὶ ξίφος.
Πῦρ πέμπτῃ δεκάτῃ, Ἄβιβον πέφνε, χαλκὸς ἑτάρους.



Ο Γουρίας και ο Σαμωνάς, αγωνιζόμενοι τον Ιερό αγώνα της χριστιανικής πίστης, συνελήφθησαν από τον ηγεμόνα Αντωνίνο, κατά το διωγμό επί Διοκλητιανού. Και αφού υπέστησαν με θαυμαστή υπομονή πολλά βάσανα, αποκεφαλίσθηκαν.

Ο Άβιβος έζησε λίγα χρόνια αργότερα και ήταν από ένα χωριό της Έδεσσας που ονομαζόταν Αποθελσαία. Τότε βασιλιάς ήταν ο Λικίνιος, ο γνωστός αντίπαλος του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Άβιβος, λοιπόν, προχειρίσθηκε Ιεροδιάκονος και διακρινόταν για τη μεγάλη ευσέβεια του και τον πολύ ζήλο για το υπούργημά του. Ιδιαίτερα, όμως, διακρινόταν για τη θερμή αγάπη του στο Ιερό κήρυγμα, τηρώντας το θεόπνευστο λόγο της Αγίας Γραφής, που λέει: «Κήρυξαν τὸν λόγον, ἐπιστήθι εὐκαίρως ἀκαίρως, ἔλεγξαν, ἐπιτίμησαν, παρακάλεσαν, ἐν πάσῃ μακροθυμίᾳ καὶ διδαχῇ». Κήρυξε, δηλαδή, το λόγο του Θεού, στάσου επιτηρητής και καθοδηγός στους ακροατές σου, όχι μόνο σε κατάλληλες περιστάσεις, αλλά και σ' εκείνες που φαίνονται ακατάλληλες περιστάσεις, έλεγξε, επίπληξε, παρηγόρησε με κάθε μακροθυμία και με κάθε μέθοδο διδασκαλίας.

Ο ηγεμόνας Λυσανίας, όταν είδε τον Άβιβο να προσελκύει πολλούς ειδωλολάτρες με το θερμό του κήρυγμα, τον συνέλαβε και αφού τον κρέμασε σε στύλο και τον έσχισε με σιδερένια νύχια, έπειτα τον οδήγησε έξω από την πόλη, όπου τον έριξε μέσα στη φωτιά, και έτσι ο Άβιβος παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό.