
Ήταν μια Μ. Παρασκευή γύρω στο 1960. Και τα τρία αδέλφια βρισκόμαστε στο πάρκο του Αμαρουσίου. Είχαμε πάρει κουτιά από τσιγάρα, από χοντρό χαρτί, όχι σαν τα σημερινά. Τα είχαμε δέσει με κλωστή και τα γυρίζαμε στη μικρή λιμνούλα με τα χρυσόψαρα. Η λίμνη δεν είχε πολύ βάθος, αλλά στα παιδικά μας μάτια, φαινόταν πολύ βαθιά. Κάποια στιγμή ο Γιώργος που ήταν και μικρότερος, παραπάτησε κι έπεσε μέσα στη λίμνη. Είχε πέσει στον πάτο και κουνούσε απελπισμένα τα χέρια του. Αρχίσαμε οι δυο να φωνάζουμε. Στο πάρκο καθόταν ένας πατέρας με τα δυο του παιδιά. Χωρίς χρονοτριβή έτρεξε, μπήκε στη λίμνη με τα παπούτσια και τον τράβηξε πάνω. Τον θυμάμαι που κρεμόταν απ’ το χέρι του σα βρεγμένο γατί.








.jpg)



.jpg)