Η ανέγερσή του, σε τόπο όπου βρισκόταν παλαιότερος ναός, γνωστός από αρκετές πηγές των προεπαναστατικών και μετέπειτα χρόνων, ξεκίνησε το 1975 με πρωτοβουλία του μακαριστού Μητροπολίτου Αργολίδος Χρ. Δεληγιαννόπουλου (1965-1985) και την ενεργή συμμετοχή των κατοίκων, οι οποίοι υποστήριξαν οικονομικά και εθελοντικά την οικοδόμηση του ναού. Ολοκληρώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και αφιερώθηκε στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Ο ναός της Ευαγγελίστριας αποτελεί ζωντανό κύτταρο πνευματικής ζωής για το Ναύπλιο, συνδυάζοντας την εκκλησιαστική παράδοση με τη σύγχρονη κοινωνική προσφορά, και αποδεικνύει τον δυναμικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Εκκλησία στην σημερινή κοινωνία.
Ο ναός διαθέτει εδώ και λίγα χρόνια ένα καλά οργανωμένο και επισκέψιμο κειμηλιαρχείο, όπου εκτίθενται εικόνες, ιερά σκεύη και άλλα εκκλησιαστικά κειμήλια, πολύτιμα τεκμήρια της ιστορικής πορείας του ναού. Ανάμεσα στα εκθέματα του κειμηλιαρχείουεκτίθενται και ορισμένα αντιμήνσια, δηλαδή λειτουργικά άμφια που χρησιμεύουν ως κινητά θυσιαστήρια για την τέλεση της θείας λειτουργίας σε μέρη όπου δεν υπάρχει αγία Τράπεζα ή υπάρχει, αλλά δεν έχει καθαγιασθεί. Ο εικονογραφικός διάκοσμος του αμφίου γνωρίζει τρεις τουλάχιστον φάσεις με την αρχαιότερη, που φτάνει μέχρι και τα τέλη του 16ου αιώνα, να χαρακτηρίζεται από τον απλό, λιτό και τελείως συμβολικό χαρακτήρα του. Η επόμενη φάση, που καλύπτει την περίοδο από τον πρώιμο 17ο αιώνα μέχρι και τις αρχές του 18ου αιώνα, χαρακτηρίζεται από την υιοθέτηση του εικονογραφικού θέματος της Άκρας Ταπείνωσης. Η τελευταία φάση, που, αν και εμφανίζεται προδρομικά μέσα στον 17ο αιώνα, καθιερώνεται από τις αρχές του 18ου αιώνα να διακοσμείται με τον Επιτάφιο Θρήνο, ίσως κάτω από την επίδραση του αντίστοιχου διακόσμου των Επιταφίων, σε διάφορες εικονογραφικές παραλλαγές και προσθήκες.
Στο κειμηλιαρχείοτου Ι. Ν. Ευαγγελιστρίας Ναυπλίου αποθησαυρίζονται, συγκεκριμένα, τρία σταμπωτά αντιμήνσια, δηλαδή τρία αντιμήνσιατα οποία τυπώθηκαν με τη χαλκογραφική τεχνική που διαδόθηκε από τον 18ο αιώνα και εξής με την ανάπτυξη της τυπογραφίας σε χοντρό λινό ύφασμα. Το παλαιότερο από αυτά, ένα αντιμήνσιο που εκτίθεται σήμερα στο κειμηλιαρχείο του ναού σε ειδική προθήκη και εντός ξύλινης κορνίζας με γυαλί, φιλοτεχνήθηκε από τον αρκετά γνωστό αγιορείτη χαλκογράφο μοναχό Παρθένιο από την Ελασσόνα (εικ. 1) και αποτέλεσε πρόσφατα αντικείμενο ειδικής μελέτης από τον Δρ. Δημήτριο Βαχαβιώλο, Μέλος Ε.ΔΙ.Π. στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Η συγκεκριμένη μελέτη δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος του έγκριτου επιστημονικού περιοδικού «Αλιάκμονος Ρους» που εκδίδεται από την Εταιρεία Δυτικομακεδονικών Μελετών[1]. Θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια να παρουσιάσουμε τα βασικά σημεία της μελέτης αυτής, ώστε το συγκεκριμένο ιερό κειμήλιο να γίνει ευρύτερα γνωστό στην τοπική κοινωνία.
Ο μοναχός Παρθένιος υιοθέτησε για το διάκοσμο του αντιμηνσίου ένα εικονογραφικό πρόγραμμα που απαντά σε αρκετά αντιμήνσια από τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα. Στα αντιμήνσια αυτά, αν και υιοθετείται το γνωστό από παλαιότερα εικονογραφικό θέμα του Επιταφίου Θρήνου, τονίζονται και μεγεθύνονται τα δευτερεύοντα εικονογραφικά στοιχεία, με αποτέλεσμα να δημιουργείται έτσι ένα φαρδύ πλαίσιο γύρω από την περιορισμένη πλέον σε έκταση κεντρική παράσταση του Επιταφίου Θρήνου. Ο χαλκοχαράκτης κατορθώνει έτσι να υπογραμμίσει ακόμα πιο έντονα τον ιστορικό-αφηγηματικό χαρακτήρα του διακόσμου του αμφίου, τάση που κυριάρχησε ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα στη διακόσμηση των αντιμηνσίων.
Στο συγκεκριμένο αντιμήνσιο απαντά επιπλέον και μία ασυνήθιστη για αντιμήνσια εικονογραφική προσθήκη, καθώς ο μοναχός Παρθένιος σχεδιάζει ένα βασιλικό θυρεό με τον δικέφαλο αετό του οποίου το σώμα σκεπάζεται από μετάλλιο με απεικόνιση του Παναγίου Τάφου. Πρόκειται για μία ασυνήθιστη και ολότελα άγνωστη σε άλλα αντιμήνσια εικονογραφική προσθήκη που παραπέμπει όμως σε ένα άλλο έργο του ιδίου καλλιτέχνη, μία χάρτινη εικόνα του Αγ. Γεωργίου, φιλοτεχνημένη από τον μοναχό Παρθένιο λίγους μήνες νωρίτερα, το 1779, αντίτυπο της οποία αποθησαυρίζεται σήμερα στη Μονή Χιλανδαρίου στο Άγιο Όρος. Η προαναφερθείσα όμως εικόνα του Αγ. Γεωργίου πιστεύεται ότι αντιγράφει μία χάρτινη εικόνα, έργο ανώνυμου χαράκτη του 1701, όπου εικονίζεται ο αυστριακός αυτοκρατορικός θυρεός. Ο μοναχός Παρθένιος, έχοντας ως πηγή έμπνευσης τη συγκεκριμένη εικόνα, προσθέτει τη συγκεκριμένη εικονογραφική λεπτομέρεια, αφού πρώτα όμως την επεξεργαστεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να της προσδώσει σαφή ελληνορθόδοξο χαρακτήρα.
Το αντιμήνσιο καθιερώθηκε, σύμφωνα με τη μνεία καθιέρωσης που υπάρχει στο κάτω περιθώριο του αντιμηνσίου, από τον επίσκοπο Σερβιών και Κοζάνης Ευγένιο (1849-1889) στις 16 Μαΐου 1849. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα δυναμικό αρχιερέα που, καθώς διαδραμάτισε αρκετά σημαντικό ρόλο σε ιδιαίτερα κρίσιμες στιγμές της νεώτερης ιστορίας της Κοζάνης, ξεχωρίζει από άλλους αρχιερείς που έδρασαν κατά τη διάρκεια της β΄ πατριαρχίας του πατριάρχη Γρηγορίου Στ΄ Φουρτουνιάδη (1867-1871). Προς τα τέλη, μάλιστα, της αρχιερατείας του, συγκεκριμένα το 1882, η πατριαρχική σύνοδος ανύψωσε, ύστερα από πρόταση του πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ (α΄ πατριαρχία: 1878 – 1884) την επισκοπή Σερβίων και Κοζάνης σε μητρόπολη, αποσπώντας την από τη δικαιοδοσία της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Έτσι, ο επίσκοπος Ευγένιος κατέστη ο πρώτος ποιμενάρχης της αρτισυστάτου μητροπόλεως, την οποία ποίμανε έως και το 1889, όταν, υπέργηρος πλέον, υποχρεώθηκε εξαιτίας των οξυτάτων τοπικών ανταγωνισμών να παραιτηθεί. Λίγους μήνες αργότερα, στις 10 Απριλίου 1890, πέθανε, έχοντας ποιμάνει την επισκοπή και αργότερα μητρόπολη Σερβιών και Κοζάνης για σαράντα ολόκληρα χρόνια.
Ο καθαγιασμός του αμφίου έγινε, όπως έχει ήδη αναφερθεί, στις 16 Μαΐου 1849. Είναι γνωστό, ωστόσο, ότι εκείνη την ημέρα τελέστηκε και η χειροτονία του Ευγενίου σε επίσκοπο στον πανίερο πατριαρχικό ναού του Αγ. Γεωργίου στο Φανάρι. Αυτό συνεπάγεται ότι ο καθαγιασμός του αμφίου τελέστηκε στο περιθώριο της χειροτονίας του Ευγενίου σε επίσκοπο Σερβίων και Κοζάνης και όχι κατά τη διάρκεια των εγκαινίων ενός ναού, όπως δηλαδή συνηθίζεται ακόμα και σήμερα σε τέτοιες περιπτώσεις. Tο ότι ο καθαγιασμός του αντιμηνσίου δεν τελέστηκε κατά τη διάρκεια εγκαινίων ενός ναού δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση, καθώς καθαγιασμοί αντιμηνσίων πραγματοποιούνταν ανεξάρτητα από την ακολουθία εγκαινίων ναού ήδη από την πρώτη χριστιανική χιλιετία. Αυτό όμως που πραγματικά προκαλεί εντύπωση είναι το ότι ο καθαγιασμός του αντιμηνσίου τελετουργήθηκε στο πλαίσιο της χειροτονίας του νεοεκλεγέντος αρχιερέως, καθώς κάτι τέτοιο δεν υπαγορεύεται ούτε από την κανονική παράδοση αλλά ούτε και από το τυπικό της χειροτονίας ενός αρχιερέως.Ο καθαγιασμός του αντιμηνσίου τελέστηκε επομένως με αυτό τον τρόπο ώστε να αντιμετωπιστεί μία επείγουσα αλλά άγνωστη σήμερα ποιμαντική αναγκαιότητα. Η αναγκαιότητα αυτή δεν αποκλείεται να απορρέει από το γεγονός ότι ο νεοχειροτονηθείς αρχιερέας δεν ανέλαβε αμέσως τα καθήκοντά του, αλλά ύστερα από τρεις περίπου μήνες, χρονικό διάστημα κατά το οποίο τις υποθέσεις της επισκοπής διαχειριζότανμε ιδιότητα αντίστοιχη με αυτή του σημερινού τοποτηρητή ο μόλις προ ολίγων εβδομάδων παραιτηθείς ποιμενάρχης της περιοχής, ο επίσκοπος Βενιαμίν. Ίσως έτσι λοιπόν εξηγείται γιατί ο νεοχειροτονηθείς ποιμενάρχης, αν και δεν είχε ενθρονιστεί ακόμη στην έδρα του, έσπευσε να καθαγιάσει νέα αντιμήνσια, καθώς επιθυμούσε με αυτόν τον τρόπο να διακηρύξει στο πλήρωμα της τοπικής εκκλησίας ότι αυτός πλέον προΐσταται της επισκοπής, έστω και αν δεν είχε αναλάβει ακόμη επισήμως τα καθήκοντά του, και όχι ο υπερήλικος Βενιαμίν. Πρόκειται, βέβαια, για μία ενέργεια που δεν βασίζεταιστην εκκλησιαστική παράδοση, αλλά σε μία αμφιλεγόμενη πρακτική, που απαντά ακόμη και σήμερα σε κάποιες περιπτώσεις, σύμφωνα με την οποία κάθε νέος αρχιερέας οφείλει να αντικαθιστά τα αντιμήνσια του προκατόχου του αμέσως μετά την ενθρόνισή του, αφού τα λειτουργικά αυτά άμφια αντιμετωπίζονται από κάποιους ως διαπιστευτήρια κατά κάποιο τρόπο της κανονικής υπαγωγής κάθε κληρικού στονεπιχώριο επίσκοπο.
Είναι φανερό, ύστερα από όσα προηγήθηκαν, ότι χάρη στηνσυστηματική μελέτη του συγκεκριμένου αντιμηνσίου από τον Δρα Δημήτριο Βαχαβιώλος κατέστη δυνατόν να αποκαλυφθεί μία τελείως άγνωστη μέχρι σήμερα ψηφίδα της νεώτερης εκκλησιαστικής ιστορίας της Κοζάνης που μάλιστα συνδέεται στενά με τα πρώτα βήματα ενός ιδιαίτερα δυναμικού ποιμενάρχη της συγκεκριμένης μακεδονικής πόλης. Επιπλέον όμως αποκαλύπτεται και ένα κατάλοιπο μίας άγνωστης πια σήμερα σύνδεσης της πόλης του Ναυπλίου με τη Δυτική Μακεδονία, καθώς είναι προφανές ότι ένα τέτοιο εκκλησιαστικό κειμήλιο θα φαινόταν πιο λογικό να βρίσκεται στο κειμηλιοφυλάκιο ενός ναού ή ενός μοναστηριού της Δυτικής Μακεδονίας και όχι στην Πελοπόννησο.Η μελέτη, εν κατακλείδι, του Δρος Δημητρίου Βαχαβιώλου τεκμηριώνει με ποιο τρόπο ένα εκκλησιαστικό κειμήλιο μπορεί να λειτουργήσει ως φορέας θεολογικών συμβολισμών αλλά παράλληλα και αφετηρία για τη μελέτη και την έρευνα της τοπικής ιστορίας.
Ο ναός διαθέτει εδώ και λίγα χρόνια ένα καλά οργανωμένο και επισκέψιμο κειμηλιαρχείο, όπου εκτίθενται εικόνες, ιερά σκεύη και άλλα εκκλησιαστικά κειμήλια, πολύτιμα τεκμήρια της ιστορικής πορείας του ναού. Ανάμεσα στα εκθέματα του κειμηλιαρχείουεκτίθενται και ορισμένα αντιμήνσια, δηλαδή λειτουργικά άμφια που χρησιμεύουν ως κινητά θυσιαστήρια για την τέλεση της θείας λειτουργίας σε μέρη όπου δεν υπάρχει αγία Τράπεζα ή υπάρχει, αλλά δεν έχει καθαγιασθεί. Ο εικονογραφικός διάκοσμος του αμφίου γνωρίζει τρεις τουλάχιστον φάσεις με την αρχαιότερη, που φτάνει μέχρι και τα τέλη του 16ου αιώνα, να χαρακτηρίζεται από τον απλό, λιτό και τελείως συμβολικό χαρακτήρα του. Η επόμενη φάση, που καλύπτει την περίοδο από τον πρώιμο 17ο αιώνα μέχρι και τις αρχές του 18ου αιώνα, χαρακτηρίζεται από την υιοθέτηση του εικονογραφικού θέματος της Άκρας Ταπείνωσης. Η τελευταία φάση, που, αν και εμφανίζεται προδρομικά μέσα στον 17ο αιώνα, καθιερώνεται από τις αρχές του 18ου αιώνα να διακοσμείται με τον Επιτάφιο Θρήνο, ίσως κάτω από την επίδραση του αντίστοιχου διακόσμου των Επιταφίων, σε διάφορες εικονογραφικές παραλλαγές και προσθήκες.
Στο κειμηλιαρχείοτου Ι. Ν. Ευαγγελιστρίας Ναυπλίου αποθησαυρίζονται, συγκεκριμένα, τρία σταμπωτά αντιμήνσια, δηλαδή τρία αντιμήνσιατα οποία τυπώθηκαν με τη χαλκογραφική τεχνική που διαδόθηκε από τον 18ο αιώνα και εξής με την ανάπτυξη της τυπογραφίας σε χοντρό λινό ύφασμα. Το παλαιότερο από αυτά, ένα αντιμήνσιο που εκτίθεται σήμερα στο κειμηλιαρχείο του ναού σε ειδική προθήκη και εντός ξύλινης κορνίζας με γυαλί, φιλοτεχνήθηκε από τον αρκετά γνωστό αγιορείτη χαλκογράφο μοναχό Παρθένιο από την Ελασσόνα (εικ. 1) και αποτέλεσε πρόσφατα αντικείμενο ειδικής μελέτης από τον Δρ. Δημήτριο Βαχαβιώλο, Μέλος Ε.ΔΙ.Π. στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Η συγκεκριμένη μελέτη δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος του έγκριτου επιστημονικού περιοδικού «Αλιάκμονος Ρους» που εκδίδεται από την Εταιρεία Δυτικομακεδονικών Μελετών[1]. Θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια να παρουσιάσουμε τα βασικά σημεία της μελέτης αυτής, ώστε το συγκεκριμένο ιερό κειμήλιο να γίνει ευρύτερα γνωστό στην τοπική κοινωνία.
Ο μοναχός Παρθένιος υιοθέτησε για το διάκοσμο του αντιμηνσίου ένα εικονογραφικό πρόγραμμα που απαντά σε αρκετά αντιμήνσια από τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα. Στα αντιμήνσια αυτά, αν και υιοθετείται το γνωστό από παλαιότερα εικονογραφικό θέμα του Επιταφίου Θρήνου, τονίζονται και μεγεθύνονται τα δευτερεύοντα εικονογραφικά στοιχεία, με αποτέλεσμα να δημιουργείται έτσι ένα φαρδύ πλαίσιο γύρω από την περιορισμένη πλέον σε έκταση κεντρική παράσταση του Επιταφίου Θρήνου. Ο χαλκοχαράκτης κατορθώνει έτσι να υπογραμμίσει ακόμα πιο έντονα τον ιστορικό-αφηγηματικό χαρακτήρα του διακόσμου του αμφίου, τάση που κυριάρχησε ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα στη διακόσμηση των αντιμηνσίων.
Στο συγκεκριμένο αντιμήνσιο απαντά επιπλέον και μία ασυνήθιστη για αντιμήνσια εικονογραφική προσθήκη, καθώς ο μοναχός Παρθένιος σχεδιάζει ένα βασιλικό θυρεό με τον δικέφαλο αετό του οποίου το σώμα σκεπάζεται από μετάλλιο με απεικόνιση του Παναγίου Τάφου. Πρόκειται για μία ασυνήθιστη και ολότελα άγνωστη σε άλλα αντιμήνσια εικονογραφική προσθήκη που παραπέμπει όμως σε ένα άλλο έργο του ιδίου καλλιτέχνη, μία χάρτινη εικόνα του Αγ. Γεωργίου, φιλοτεχνημένη από τον μοναχό Παρθένιο λίγους μήνες νωρίτερα, το 1779, αντίτυπο της οποία αποθησαυρίζεται σήμερα στη Μονή Χιλανδαρίου στο Άγιο Όρος. Η προαναφερθείσα όμως εικόνα του Αγ. Γεωργίου πιστεύεται ότι αντιγράφει μία χάρτινη εικόνα, έργο ανώνυμου χαράκτη του 1701, όπου εικονίζεται ο αυστριακός αυτοκρατορικός θυρεός. Ο μοναχός Παρθένιος, έχοντας ως πηγή έμπνευσης τη συγκεκριμένη εικόνα, προσθέτει τη συγκεκριμένη εικονογραφική λεπτομέρεια, αφού πρώτα όμως την επεξεργαστεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να της προσδώσει σαφή ελληνορθόδοξο χαρακτήρα.
Το αντιμήνσιο καθιερώθηκε, σύμφωνα με τη μνεία καθιέρωσης που υπάρχει στο κάτω περιθώριο του αντιμηνσίου, από τον επίσκοπο Σερβιών και Κοζάνης Ευγένιο (1849-1889) στις 16 Μαΐου 1849. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα δυναμικό αρχιερέα που, καθώς διαδραμάτισε αρκετά σημαντικό ρόλο σε ιδιαίτερα κρίσιμες στιγμές της νεώτερης ιστορίας της Κοζάνης, ξεχωρίζει από άλλους αρχιερείς που έδρασαν κατά τη διάρκεια της β΄ πατριαρχίας του πατριάρχη Γρηγορίου Στ΄ Φουρτουνιάδη (1867-1871). Προς τα τέλη, μάλιστα, της αρχιερατείας του, συγκεκριμένα το 1882, η πατριαρχική σύνοδος ανύψωσε, ύστερα από πρόταση του πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ (α΄ πατριαρχία: 1878 – 1884) την επισκοπή Σερβίων και Κοζάνης σε μητρόπολη, αποσπώντας την από τη δικαιοδοσία της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Έτσι, ο επίσκοπος Ευγένιος κατέστη ο πρώτος ποιμενάρχης της αρτισυστάτου μητροπόλεως, την οποία ποίμανε έως και το 1889, όταν, υπέργηρος πλέον, υποχρεώθηκε εξαιτίας των οξυτάτων τοπικών ανταγωνισμών να παραιτηθεί. Λίγους μήνες αργότερα, στις 10 Απριλίου 1890, πέθανε, έχοντας ποιμάνει την επισκοπή και αργότερα μητρόπολη Σερβιών και Κοζάνης για σαράντα ολόκληρα χρόνια.
Ο καθαγιασμός του αμφίου έγινε, όπως έχει ήδη αναφερθεί, στις 16 Μαΐου 1849. Είναι γνωστό, ωστόσο, ότι εκείνη την ημέρα τελέστηκε και η χειροτονία του Ευγενίου σε επίσκοπο στον πανίερο πατριαρχικό ναού του Αγ. Γεωργίου στο Φανάρι. Αυτό συνεπάγεται ότι ο καθαγιασμός του αμφίου τελέστηκε στο περιθώριο της χειροτονίας του Ευγενίου σε επίσκοπο Σερβίων και Κοζάνης και όχι κατά τη διάρκεια των εγκαινίων ενός ναού, όπως δηλαδή συνηθίζεται ακόμα και σήμερα σε τέτοιες περιπτώσεις. Tο ότι ο καθαγιασμός του αντιμηνσίου δεν τελέστηκε κατά τη διάρκεια εγκαινίων ενός ναού δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση, καθώς καθαγιασμοί αντιμηνσίων πραγματοποιούνταν ανεξάρτητα από την ακολουθία εγκαινίων ναού ήδη από την πρώτη χριστιανική χιλιετία. Αυτό όμως που πραγματικά προκαλεί εντύπωση είναι το ότι ο καθαγιασμός του αντιμηνσίου τελετουργήθηκε στο πλαίσιο της χειροτονίας του νεοεκλεγέντος αρχιερέως, καθώς κάτι τέτοιο δεν υπαγορεύεται ούτε από την κανονική παράδοση αλλά ούτε και από το τυπικό της χειροτονίας ενός αρχιερέως.Ο καθαγιασμός του αντιμηνσίου τελέστηκε επομένως με αυτό τον τρόπο ώστε να αντιμετωπιστεί μία επείγουσα αλλά άγνωστη σήμερα ποιμαντική αναγκαιότητα. Η αναγκαιότητα αυτή δεν αποκλείεται να απορρέει από το γεγονός ότι ο νεοχειροτονηθείς αρχιερέας δεν ανέλαβε αμέσως τα καθήκοντά του, αλλά ύστερα από τρεις περίπου μήνες, χρονικό διάστημα κατά το οποίο τις υποθέσεις της επισκοπής διαχειριζότανμε ιδιότητα αντίστοιχη με αυτή του σημερινού τοποτηρητή ο μόλις προ ολίγων εβδομάδων παραιτηθείς ποιμενάρχης της περιοχής, ο επίσκοπος Βενιαμίν. Ίσως έτσι λοιπόν εξηγείται γιατί ο νεοχειροτονηθείς ποιμενάρχης, αν και δεν είχε ενθρονιστεί ακόμη στην έδρα του, έσπευσε να καθαγιάσει νέα αντιμήνσια, καθώς επιθυμούσε με αυτόν τον τρόπο να διακηρύξει στο πλήρωμα της τοπικής εκκλησίας ότι αυτός πλέον προΐσταται της επισκοπής, έστω και αν δεν είχε αναλάβει ακόμη επισήμως τα καθήκοντά του, και όχι ο υπερήλικος Βενιαμίν. Πρόκειται, βέβαια, για μία ενέργεια που δεν βασίζεταιστην εκκλησιαστική παράδοση, αλλά σε μία αμφιλεγόμενη πρακτική, που απαντά ακόμη και σήμερα σε κάποιες περιπτώσεις, σύμφωνα με την οποία κάθε νέος αρχιερέας οφείλει να αντικαθιστά τα αντιμήνσια του προκατόχου του αμέσως μετά την ενθρόνισή του, αφού τα λειτουργικά αυτά άμφια αντιμετωπίζονται από κάποιους ως διαπιστευτήρια κατά κάποιο τρόπο της κανονικής υπαγωγής κάθε κληρικού στονεπιχώριο επίσκοπο.
Είναι φανερό, ύστερα από όσα προηγήθηκαν, ότι χάρη στηνσυστηματική μελέτη του συγκεκριμένου αντιμηνσίου από τον Δρα Δημήτριο Βαχαβιώλος κατέστη δυνατόν να αποκαλυφθεί μία τελείως άγνωστη μέχρι σήμερα ψηφίδα της νεώτερης εκκλησιαστικής ιστορίας της Κοζάνης που μάλιστα συνδέεται στενά με τα πρώτα βήματα ενός ιδιαίτερα δυναμικού ποιμενάρχη της συγκεκριμένης μακεδονικής πόλης. Επιπλέον όμως αποκαλύπτεται και ένα κατάλοιπο μίας άγνωστης πια σήμερα σύνδεσης της πόλης του Ναυπλίου με τη Δυτική Μακεδονία, καθώς είναι προφανές ότι ένα τέτοιο εκκλησιαστικό κειμήλιο θα φαινόταν πιο λογικό να βρίσκεται στο κειμηλιοφυλάκιο ενός ναού ή ενός μοναστηριού της Δυτικής Μακεδονίας και όχι στην Πελοπόννησο.Η μελέτη, εν κατακλείδι, του Δρος Δημητρίου Βαχαβιώλου τεκμηριώνει με ποιο τρόπο ένα εκκλησιαστικό κειμήλιο μπορεί να λειτουργήσει ως φορέας θεολογικών συμβολισμών αλλά παράλληλα και αφετηρία για τη μελέτη και την έρευνα της τοπικής ιστορίας.
Εικ. 1 Ναύπλιο, Κειμηλιαρχείο Ι. Ν. Ευαγγελιστρίας. Αντιμίνσιο, έργο του μοναχού Παρθενίου από την Ελασσόνα, 1780 (δημοσιευμένο στο: Δ. Θ. Βαχαβιώλος, «Aντιμίνσιο καθιερωμένο από τον επίσκοπο Σερβίων και Κοζάνης Ευγένιο (1849-1889) από το κειμηλιαρχείο του Ι. Ν. Ευαγγελίστριας Ναυπλίου», Αλιάκμονος Ρους 8 (2024),σελ 112, εικ. 1]
Εικ. 2. Ο θυρεός με τον δικέφαλο αετό (δημοσιευμένο στο: Δ. Θ. Βαχαβιώλος, «Aντιμίνσιο καθιερωμένο από τον επίσκοπο Σερβίων και Κοζάνης Ευγένιο (1849-1889) από το κειμηλιαρχείο του Ι. Ν. Ευαγγελίστριας Ναυπλίου», Αλιάκμονος Ρους 8 (2024), σελ 113, εικ. 2)
[1]Δ. Θ. Βαχαβιώλος, «Aντιμίνσιο καθιερωμένο από τον επίσκοπο Σερβίων και Κοζάνης Ευγένιο (1849-1889) από το κειμηλιαρχείο του Ι. Ν. Ευαγγελίστριας Ναυπλίου», Αλιάκμονος Ρους 8 (2024), 97-116.
Παναγιώτης Σουρρής
Προπτυχιακός Φοιτητής, Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου