Μπορείτε να επικοινωνείτε στο email

studiopressbg@gmail.com

20 Μαΐου 2021

Ο άθεος πολίστας της Ρωσίας που έγινε μοναχός και μαρτύρησε στην Όπτινα

 




Ο Ιγκόρ, μετέπειτα π. Βασίλειος, εξαίρετος υμνογράφος, ήταν ένας από τους τρεις νεαρούς καλόγερους (οι άλλοι δύο ήταν ο Θεράπων και ο Τρόφιμος) που δολοφονήθηκαν ανήμερα το Πάσχα του 1993 στο ιστορικό μοναστήρι όπου βαφτίστηκε όλη του η κάποτε κομμουνιστική οικογένεια


Ο μάρτυρας που θυσιάζεται δεν χαρίζεται σε ψεύτικες καταστάσεις. Εχει έναν μυστικό τρόπο να φανερώνει την αγάπη του Θεού στους ανθρώπους χωρίς να τους πληγώνει. Τους επιτρέπει να τον πληγώσουν, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος τούς διδάσκει αναίμακτα με απλότητα, απαλά, αλλά με απόλυτο τρόπο όπως ακριβώς έκανε ο Χριστός.

Στο μοναστήρι της Όπτινα στη Ρωσία την ημέρα του Πάσχα του 1993 τρεις νεαροί μοναχοί, ο Βασίλειος, ο Θεράπων και ο Τρόφιμος αφήνουν την τελευταία τους πνοή φεύγοντας από το μαχαίρι ενός ανθρώπου που τους δολοφόνησε. Σήμερα η συγκλονιστική ιστορία τους κάνει τον γύρο του κόσμου και το πέρασμά τους από τη γη παραμένει ζωντανό και Αναστάσιμο και λόγω της ημέρας της βίαιης κοίμησής τους.

Στο μοναστήρι της Όπτινα στη Ρωσία την ημέρα του Πάσχα του 1993 τρεις νεαροί μοναχοί, ο Βασίλειος, ο Θεράπων και ο Τρόφιμος αφήνουν την τελευταία τους πνοή φεύγοντας από το μαχαίρι ενός ανθρώπου που τους δολοφόνησε. Σήμερα η συγκλονιστική ιστορία τους κάνει τον γύρο του κόσμου και το πέρασμά τους από τη γη παραμένει ζωντανό και Αναστάσιμο και λόγω της ημέρας της βίαιης κοίμησής τους.

Στο μοναστήρι της Όπτινα στη Ρωσία την ημέρα του Πάσχα του 1993 τρεις νεαροί μοναχοί, ο Βασίλειος, ο Θεράπων και ο Τρόφιμος αφήνουν την τελευταία τους πνοή φεύγοντας από το μαχαίρι ενός ανθρώπου που τους δολοφόνησε. Σήμερα η συγκλονιστική ιστορία τους κάνει τον γύρο του κόσμου και το πέρασμά τους από τη γη παραμένει ζωντανό και Αναστάσιμο και λόγω της ημέρας της βίαιης κοίμησής τους.

«Αυτό που λαχταρώ είναι περισσότερη ευγένεια, αγάπη, έλεος… Χρειάζεται να αισθανθούμε τη γεύση της αρετής, τη γλυκύτητα και την αλήθεια της με τις καρδιές μας»

Στις 11 Μαρτίου 1988 ο Ιγκόρ άρχισε να γράφει ένα μοναδικό ημερολόγιο. Εκεί σημειώνει ότι το πρωί της 12ης Μαρτίου η μητέρα του Άννα Μιχαήλοβνα βρήκε τον βαπτιστικό του σταυρό και του τον φόρεσε 27 χρόνια μετά τη βάπτισή του. Αργότερα στο ημερολόγιό του ασκεί κριτική στην τέχνη της εποχής σημειώνοντας: «Αλλά αυτό που λαχταρώ είναι περισσότερη ευγένεια, αγάπη, έλεος». Σε άλλο σημείο γράφει: «Χρειάζεται να αισθανθούμε τη γεύση της αρετής, τη γλυκύτητα και την αλήθεια της με τις καρδιές μας».

Στις Ιουνίου 1988, ο Ιγκόρ πήγε στο μοναστήρι της Όπτινα. Η μητέρα του είχε προετοιμαστεί και το αντιμετώπισε με ψυχραιμία. Εκεί εργάστηκε στην Όπτινα για την επανοικοδόμηση του μοναστηριού και στον ελεύθερο χρόνο του διάβαζε και έγραφε στο ημερολόγιό του.

Στο ημερολόγιό του σημειώνει: «Ενα νόμισμα για όλον τον κόσμο και μια θρησκεία, αυτό είναι το έργο του Αντιχρίστου. Οι σκοτεινές δυνάμεις μαίνονται εναντίον μας επειδή εμείς πλησιάζοντας τον Θεό, τις κρίνουμε. Με αυτό τον τρόπο ένα πρόσωπο, το οποίο κάνει το καλό χωρίς υστεροβουλία, προκαλεί τον θυμό και την περιφρόνηση των απατεώνων».

Το 1988 μετά από μία σύντομη επιστροφή στο σπίτι του κοντά στη μητέρα του, επέστρεψε στην Όπτινα και τοποθετήθηκε στην καλύβη του φημισμένου στάρετς Αμβροσίου. Ο Ιγκόρ ανέλαβε να διακονεί ως νυχτοφύλακας, να ξεφορτώνει τούβλα, να διαλέγει πατάτες, να εργάζεται στο εργαστήριο της αγιογραφίας ή στον ξενώνα.
Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ


Στην καλύβη ο πατήρ Βασίλειος έγραφε στη σλαβονική γλώσσα κυρίως στιχηρά. Αναδείχθηκε σε εξαίρετο εκκλησιαστικό υμνογράφο.

Στις 17 Απριλίου του 1989 ο Ιγκόρ μαζί με άλλους εννιά από τους εργάτες έγινε δεκτός ως δόκιμος. Διορίζεται χρονικογράφος της Μονής. Συνεχίζει να σημειώνει στο ημερολόγιό του, αλλά όλα τα κείμενα έχουν πνευματική ποιότητα. Σύντομα όμως δέχεται έναν άλλο πειρασμό.

Έρχεται στο μοναστήρι η μητέρα του με τη θεία του για να μεταλάβουν. Με δάκρυα προσπαθούν να τον πείσουν να γυρίσει σπίτι. Ήταν μια δύσκολη δοκιμασία για τον στοργικό γιο που σκεπτόταν τη μητέρα του να είναι μόνη στα γεράματά της. Όμως η χάρη του Θεού δεν τον αφήνει.

Γράφει ξανά: «Μερικές φορές όταν στέκομαι στην εκκλησία, μια αίσθηση της παρουσίας του Θεού, τυλίγει την ψυχή μου. Δεν πρόκειται για τις εικόνες των αγίων που με περιβάλλουν, αλλά για τους ίδιους του αγίους… Οι θεάρεστοι δεν κοιτάζουν στο πρόσωπό μου, αλλά στην καρδιά μου. Πού μπορεί να κρυφτεί η καρδιά μου;».
Η ΚΟΥΡΑ ΤΟΥ

Στις 5 Ιανουαρίου 1990 εκάρη μοναχός. Βρέθηκε σε κατάσταση χάριτος την οποία δεν μπορούσε να περιγράψει. Σε ένα στιχηρό γράφει: «Ποιό είναι αυτό το θέμα που βλέπω σε μένα τον άκαρπο; Η σκληρή σαν βράχος ψυχή έχει διαρραγεί, τα άδεια μάτια χύνουν δάκρυα. Διότι η χάρη έχει αγγίξει την ψυχή μου και με έκανε θαύμα χάριτος». Ακολουθούν η χειροτονία του σε διάκονο και σε ιερέα, ενώ παράλληλα ορίζεται κανονάρχης γιατί δεν έκανε ποτέ λάθος στο τυπικό των ακολουθιών.

Η ζωή του στο μοναστήρι είναι γεμάτη αφοσίωση σαν να βρίσκεται πάντοτε ενώπιον του Θεού. Πίστευε ακλόνητα στη Θεία Πρόνοια. Φορούσε ένα παλιό ράσο, γεμάτο μπαλώματα, που το έπλενε ο ίδιος. Στα πόδια του φορούσε λαστιχένιες μπότες σαν στρατιώτης. Νήστευε τόσο αυστηρά ώστε χαιρόταν με σκέτο ψωμί και νερό. Κοιμόταν σε ένα παλιό ράντζο με προσκεφάλι κάτι τούβλα από την παλιά ταφική κρύπτη όπου είχαν βρεθεί τα λείψανα του στάρετς Αμβροσίου. Όταν εμπιστεύεσαι τον Θεό δεν σημαίνει ότι τον βάζεις εγγυητή σε μια άνετη μακροχρόνια ζωή. Το αναπάντεχο, ο θάνατος και η βία μπορεί να περιμένουν στη γωνία.

ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥΣ ΕΣΤΑΖΕ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΜΠΑΝΑΡΙΟ!

Ο πατήρ Βασίλειος, αν και νεαρός θα ζήσει μαζί με δύο συνασκητές, αυτό που απεύχονται όλοι, τα μη ειρηνικά τέλη. Το Πάσχα του 1993 ο πατήρ Βασίλειος μαζί με τους πατέρες Τρόφιμο και Θεράποντα είχαν ανέβει στο καμπαναριό και σήμαιναν τις καμπάνες χαρούμενα. Εκείνη την ώρα κατέφτασε ο δολοφόνος. Τους σκότωσε και τους τρεις πάνω στο καμπαναριό. Το Μαρτυρικό αίμα τους έσταζε από το καμπαναριό στο πάτωμα. Όλα βυθίστηκαν στη σιωπή. Όμως ο Θεός έδειξε την ευαρέσκειά του για τους τρεις δολοφονημένους μοναχούς, αμέσως μετά την ταφή τους.


Πιστοί που πήγαν στους τάφους είδαν τους σταυρούς τους να μυροβλύζουν, γεγονός που επαναλαμβάνεται κάθε τόσο. Παράλληλα θαυμαστές ιάσεις και άλλα γεγονότα δείχνουν την υπέρβαση του θανάτου τους. Οι τρεις αυτοί μάρτυρες τα έχασαν όλα και τα βρήκαν όλα. Πέθαναν και υπάρχουν. Έγιναν σπόρος που μπήκε στη γη και με το αγωνιώδες μαρτύριό τους μαρτύρησαν το ατελείωτο Πάσχα.

Σημείωση: Για τον βίο του πατρός Βασιλείου στηριχτήκαμε στο βιβλίο των εκδόσεων ΑΘΩΣ: «Οταν σημάνουν οι καμπάνες. Οι τρεις πασχάλιοι μάρτυρες της Όπτινα».

Σοφία Χατζή

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναγνώστες